τραβηξιά

τραβηξιά
η, Ν
1. το τράβηγμα, η κίνηση τού τραβήγματος
2. κάθε εισπνοή καπνού τσιγάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραβηξ- τού αορ. τράβηξα τού τραβώ + κατάλ. -ιά (πρβλ. κλεψιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραβηξιά — η 1. έλξη, τράβηγμα: Τραβηξιά του σκοινιού. 2. αναρρόφηση, ρούφηγμα προς τα πάνω: Με το καλαμάκι στο ποτήρι έκανε μια τραβηξιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τράβηγμα — το, ατος 1. έλξη, τραβηξιά: Τράβηγμα του σκοινιού. 2. άντληση υγρού: Τράβηγμα νερού απ το πηγάδι. 3. εκτύπωση κάθε αντίτυπου στην τυπογραφία. 4. έκδοση συναλλαγματικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”